Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ τῶν παρόντων

См. также в других словарях:

  • σωματείο — Ένωση προσώπων που επιδιώκει έναν οποιοδήποτε θεμιτό, όχι κερδοσκοπικό, σκοπό: ιδεολογικό, κοινωνικό, αγαθοεργό, εκπαιδευτικό, καλλιτεχνικό, επαγγελματικό, πολιτικό κλπ. Τα σ. αποχτήσανε τεράστια σημασία στην εποχή μας εξαιτίας της ανάπτυξης του… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον, σερ Τζόζεφ Τζον — (Thomson, Τσίταμ Χιλ, Μάντσεστερ 1856 – Κέμπριτζ 1940). Άγγλος φυσικός. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της τελευταίας εκατονταετίας και οι εργασίες του συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της ατομικής φυσικής. Διετέλεσε καθηγητής στο… …   Dictionary of Greek

  • εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • παραχρήμα — παραχρῆμα ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) ευθύς, παρευθύς αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, αυθωρεί, αυτοστιγμεί (α. «οι εντολές πρέπει να εκτελούνται παραχρήμα» β. «καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ΚΔ γ. «αἷμα ταύρου πιὼν ἀπέθανε παραχρῆμα», Ηρόδ.) αρχ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… …   Dictionary of Greek

  • нынѣшьнии — (125) пр. Нынешний, теперешний; современный: всь къ всемѹ присвоисѧ. словесы неиздреченьными… и предьнѥѥ разлѹчениѥ нынѣшьнимь съвъкѹплѥниѥмь ѹтѣша˫а. (νῦν) ЖФСт XII, 157; бѣ запрѣщено отъ пьрвѣишааго къ нынѣшьнюѹмѹ бывъшюѹмѹ покланѧѥмѹѹмѹ съборѹ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επείρομαι — ἐπείρομαι (AM) 1. ρωτώ ξανά, επί πλέον («τοῡτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα», Ξεν.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον για κάτι ακόμη («πρὶν λέγειν δ ὑμᾱς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν», Αριστοφ.) 3. ρωτώ κάποιον να μού πει 4. ρωτώ για να μάθω κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • καταρτίζω — (AM καταρτίζω) παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά») νεοελλ. ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α …   Dictionary of Greek

  • συνείπον — Α (αόρ. β τού συναγορεύω, ή τού σύμφημι) 1. ομιλώ μαζί με κάποιον και, ιδίως, επιβεβαιώνω κάτι που κάποιος άλλος λέει («εἰ δὲ τις τῶν παρόντων ἔχει τί μοι συνειπεῑν, ἀναβὰς εἰς ὑμᾱς λεγέτω», Ισοκρ.) 2. συμφωνώ με κάποιον 3. υπερασπίζω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • συνεκπλήσσω — και αττ. τ. συνεκπλήττω Α [ἐκπλήσσω] εκπλήσσω, καταπλήσσω συγχρόνως («πηδήματα τῶν παρόντων συνεκπλήσσει τὸν ἄπειρον ἀκροατήν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»